εὐκέραστος

εὐκέραστος
εὐκέραστος
well-mixed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευκέραστος — εὐκέραστος, ον (ΑΜ) ο καλά συγκερασμένος, ο με μέτρο αναμιγμένος, ο ευκραής («πρὸς πᾱσάν ἐστι ποιότητα ἐκέραστος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεραστός (< κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»)] …   Dictionary of Greek

  • εὐκέραστον — εὐκέραστος well mixed masc/fem acc sg εὐκέραστος well mixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκεράστου — εὐκέραστος well mixed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκέραστα — εὐκέραστος well mixed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκερασία — εὐκερασία, ἡ (Α) [ευκέραστος] 1. πάπ. η ευκρασία*, η κατάσταση τής σύμμετρης αναμίξεως και συγκερασμού αντιθέτων στοιχείων 2. ο μετριοπαθής βίος, η μετρημένη ζωή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”